- ἐσωτάτω
- ἐσώτατοςinnermostmasc/neut nom/voc/acc dualἐσώτατοςinnermostmasc/neut gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐσωτάτῳ — ἐσώτατος innermost masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
КОРНУТ ЛУЦИЙ АННЕЙ — КОРНУТ ЛУЦИЙ АННЕЙ (Cornutus L. Annaeus, греч. Κορνοῦτος) из Лен тиса в Ливии (10/20 80/90 н. э.), философ стоик, учитель философии в Риме ок. 50 68 (среди его учеников поэты Лукан и Персии), в 68 был изгнан из Рима в числе прочих философов… … Античная философия
εσώτατος — η, ο (ΑΜ ἐσώτατος, ἐσωτάτη, ον) αυτός που βρίσκεται πιο μέσα απ όλους, ο ενδότατος, ο μύχιος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εσώτατο α) το εσώτερο, το βαθύτερο μέρος β) (φιλοσ.) καθετί που ανήκει αποκλειστικά στο άτομο ή στη φύση. επίρρ... εσώτατα (Α… … Dictionary of Greek